χρονολογικός

χρονολογικός
η , ό[ν] хронологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρονολογικός" в других словарях:

  • χρονολογικός — ή, ό, Ν [χρονολογώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρονολογία («χρονολογική σειρά»). επίρρ... χρονολογικώς και χρονολογικά Ν από χρονολογική άποψη …   Dictionary of Greek

  • χρονολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονολογία: Αφηγήθηκε τα γεγονότα κατά χρονολογική σειρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • cronológico — ► adjetivo HISTORIA Que tiene relación con la cronología: ■ orden cronológico; serie cronológica de sucesos. * * * cronológico, a adj. De [la] fecha: ‘Orden [o criterio] cronológico’. * * * cronológico, ca. (Del gr. χρονολογικός). adj.… …   Enciclopedia Universal

  • εννεακαιδεκαετηρίς — ἐννεακαιδεκαετηρίς, η (Α) χρονική περίοδος δεκαεννέα ετών, χρονολογικός κύκλος δεκαεννέα ετών, από τα οποία τα δώδεκα ήταν κοινά και τα επτά εμβόλιμα αλλιώς ο ενιαυτός τού Μέτωνος ή μέγας ενιαυτός …   Dictionary of Greek

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՄԱՆԱԿԱԳՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0828 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. χρονογραφικός, χρονικός chronographicus, chronicus χρονολογικός ad temporum rationem pertinens Որ ինչ անկ է ժամանակագրութեան. պատմանկան եւ տոմարական. *կամակարագոյնս նաւիցիմք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • cronológico — cronológico, ca (Del gr. χρονολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la cronología …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»